μίνυο

μίνυο
το
βλ. μίνιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μίνιο — και μίνυο, το (Α μίνιον) νεοελλ. (χημ. τεχνολ.) 1. η πορτοκαλέρυθρη χρωστική ύλη η οποία αποτελείται κατά 80% περίπου από επιτεταρτοξείδιο τού μολύβδου, έχει μορφή κόκκινης τοξικής σκόνης, πολύ μεγάλης πυκνότητας, χαρακτηρίζεται από ικανοποιητική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”